- φλεβογράφηση
- η, Ν [φλεβογραφώ]ιατρ. η ενέργεια τού φλεβογραφώ.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φλεβογράφηση — η (ιατρ.), η λήψη φλεβογραφήματος (βλ. λ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φλεβογράφημα — το, Ν [φλεβογραφώ] ιατρ. διάγραμμα τού φλεβικού σφυγμού, που λαμβάνεται με φλεβογράφηση … Dictionary of Greek
φλεβογράφημα — το ατος (ιατρ.), διάγραμμα του φλεβικού σφυγμού, που γίνεται με φλεβογράφηση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)